ορίζω, ρ. [<αρχ. ὁρίζω], ορίζω. 1. διατάζω, προστάζω: «όλα έγιναν καθώς ορίσατε || ορίζει πάνω από είκοσι εργάτες». (Λαϊκό τραγούδι: φάτε και πιείτε δραγουμάνοι τώρα που όλα είναι για τα σας. Έτσι ορίζει το φιρμάνι κι ο πολυχρονεμένος σας Πασάς).2. έχω εξουσία, εξουσιάζω, κυβερνώ, έχω στον ορισμό μου: «κοτζάμ στρατηγός και δεν μπορεί να ορίσει τα παιδιά του! || ορίζει όλη την περιφέρεια». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, κακούργα, πόσο με πληγώνεις, με τα σκέρτσα σου πώς με σκλαβώνεις, μ’ έκανες και σαν τρελός γυρίζω, την καρδιά μου πια δεν την ορίζω).3. κατέχω, είμαι ιδιοκτήτης σε κάτι: «δεν ορίζει ούτε ένα διαμερισματάκι για να βάλει την οικογένειά του μέσα || ο τάδε ορίζει το μισό κάμπο του νομού μας». 3. η προστακτ. ως μόρ. δεικτ. ορίστε, ιδού, να: «ορίστε πού είναι τα χαρτιά που ψάχνεις, δεν τα βλέπεις;». 4. ως μόρ. ερωτηματικό ορίστε;πώς; τι (;) σε περίπτωση που δεν έχουμε ακούσει καλά και ζητάμε να επαναληφθεί η ερώτηση: «θα πας να μου πάρεις ένα πακέτο τσιγάρα; -Ορίστε;». 5. ως μόρ. ειρων. ορίστε!λέγεται όταν αντιληφθούμε πως κάποιος επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «αν μου δώσεις τώρα πεντακόσια ευρώ, θα σου επιστρέψω αύριο χίλια. -Ορίστε!». 6. πολλές φορές, λέγεται αντί του εμπρός! σε τηλεφωνική κλήση. (Ακολουθούν 14 φρ.) ·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, βλ. λ. Θεός·
- δεν ορίζω ή δεν το ορίζω, (για μέλη ή τμήματα του σώματος) δεν το ελέγχω συνήθως λόγω κούρασης, νύστας ή αδυναμίας: «χτύπησα τον αγκώνα μου και δεν ορίζω ολόκληρο το χέρι μου || χτύπησα το πόδι μου και δεν το ορίζω || είμαι τόσο κουρασμένος, που δεν ορίζω τα πόδια μου || έχω τέτοια νύστα, που δεν ορίζω το μυαλό μου». (Λαϊκό τραγούδι: κανένανε δε σέβεσαι, ούτε και χαμπαρίζεις κι όλο παραφέρεσαι, το νου σου δεν ορίζεις
- δεν ορίζω το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- δεν ορίζω το νου μου, βλ. λ. νους·
- και πάλι ορίστε! α. φιλοφρονητική έκφραση σε επισκέπτη μας που φεύγει, να μας επισκεφθεί ξανά. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε ενοχλητικό ή ανεπιθύμητο άτομο που φεύγει από το χώρο όπου συχνάζουμε·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, βλ. λ. σπίτι·
- καλώς να ορίσει! βλ. λ. καλώς·
- καλώς να ορίσετε! βλ. λ. καλώς·
- καλώς όρισες! βλ. λ. καλώς·
- κάνω ορίστε (σε κάποιον) ή κάνω το ορίστε (σε κάποιον), προσκαλώ κάποιον, ιδίως στο σπίτι μου: «ποτέ δεν κάνει το ορίστε σε άνθρωπο που δε γνωρίζει καλά»·
- όπως ορίζει ο Θεός ή όπως ορίσει ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- όπως ορίζει ο νόμος, βλ. λ. νόμος·
- ορίστε μας! έκφραση με την οποία εκδηλώνουμε τη δυσφορίας ή την αγανάκτησή μας για κάτι κακό ή μη παραδεκτό που επαναλαμβάνεται: «σου έχω πει χίλιες φορές να μην έχεις το ραδιοφωνάκι σου μεσημεριάτικα στη διαπασών. Ορίστε μας!»·
- το χέρι που κουνά την κούνια, αυτό τον κόσμο ορίζει, βλ. λ. χέρι·